- πανδείμαντος
- -ον, Ααυτός που προκαλεί φόβο σε όλους, ο φοβερός σε όλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + δειμαίνω «φοβάμαι» (πρβλ. α-δείμαντος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανδείμαντοι — πανδείμαντος all dreaded masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)